- χρεία
- η, ΝΜΑ, και χρειά Ν, και ιων. τ. χρείη και αιολ. τ. χρήα και χρέα και κρητ. τ. χρηΐα Α1. ανάγκη, επιτακτικός λόγος (α. «αν η χρεία τό καλέσει» — αν παραστεί ανάγκηβ. «καὶ μὴ χρείᾳ πολεμῶμεν», Σοφ.)2. στέρηση, έλλειψη, ένδεια, φτώχεια (α. «δεν είν' εύκολες οι θύρες, εάν η χρεία τές κουρταλή» — δύσκολα βρίσκει κανείς συμπαράσταση, όταν αντιμετωπίζει μεγάλη ανέχεια, Σολωμ.β. «διὰ τὴν χρείαν καὶ τὴν πενίαν», Αριστοφ.)3. φυσική ανάγκη, αποπάτηση4. αποχωρητήριονεοελλ.1. (οικον.) η ανάγκη απόκτησης αγαθών και υπηρεσιών για κατανάλωση2. φρ. «η χρεία χαλνά [ή πατάει] τον νόμο» — η τήρηση τού νόμου υποχωρεί ενώπιον ανωτέρας βίαςαρχ.1. ωφέλεια, χρησιμότητα2. χρήση, μεταχείριση3. απαίτηση δικαιώματος ή αξίας4. αίτηση, παράκληση («τὴν πρίν γε χρείαν ἠνύσασθ' ἐμοῡ πάρα», Αισχύλ.)5. έργο6. στρατιωτική ή ναυτική υπηρεσία7. πολεμική συμπλοκή8. κάθε εργασία, ενέργεια ή ασχολία («ἐπὶ τὴν αὐτὴν χρείαν ἐξαπεσταλμένοις ὑπὸ τοῡ Ποπλίου», Πολ.)9. (ειδικότερα) αντικείμενο εργασίας10. κάθε σχέση συναλλαγής μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων11. (σχετικά με πρόσ.) στενή φιλία, οικειότητα12. (ρητ.) ρητό, απόφθεγμα που παραθέτει κανείς από έναν συγγραφέα αναπτύσσοντάς το σύμφωνα με ορισμένους κανόνες («πρὸς τοὺς διασύροντας προσεφέρετο τὰς Ἀριστίππου χρείας», Διογ. Λαέρ.)13. στον πληθ. Χρεῑαια) τίτλος έργου τού Ζήνωνοςβ) τίτλος συλλογής σύντομων ιαμβικών ποιημάτων τού Μάχωνος14. φρ. α) «χρείαν ἔχω τινί» — είμαι ωφέλιμος, χρήσιμος σε κάποιον (Πλάτ.)β) «χρείας [ή χρείαν] παρέχομαι τινι» — ωφελώ κάποιον (Δημοσθ.)γ) «τὰ οὐδὲν εἰς χρείαν» — τα άχρηστα πράγματα (Δημοσθ.)δ) «ἐν χρείᾳ εἰμί» — χρησιμοποιούμαι (Πλάτ.)ε) «κατὰ τὴν χρείαν» — κατά τη χρήση (Πλάτ.)στ) «λόγου χρεία» — ο τρόπος χρήσης τών λέξεων (Πλάτ.)ζ) «χρεία ἐστί [ή χρεία γίγνεταί μοι] τινος» — μού λείπει κάποιος ή κάτι ή έχω την ανάγκη κάποιου (Πλάτ.)η) «εἰς χρείαν τινὸς ἀφικνοῡμαι» — αισθάνομαι την ανάγκη τής βοήθειας κάποιου (Πλάτ.)θ) «χρείαν ἔχω» — χρειάζομαι [κάτι] (ΚΔ)ι) «χρεῑαι ναυτικαί» — οι εξοπλισμοί (Αιλ.)ια) «χρεία ἀναγκαία» — η φυσική ανάγκη, η αποπάτηση (Διόδ.)15. παροιμ. «χρεία διδάσκει, κἂν βραδύς τις ᾖ, σοφόν» — δηλώνει ότι οι στερήσεις και οι δυσχερείς περιστάσεις συχνά αποτελούν το κίνητρο επινόησης από τον άνθρωπο ποικίλων μέσων προσπορισμού τών αναγκαίων πόρων για την επιβίωσή του.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. τού τ. χρή* «πρέπει, χρειάζεται», με κατάλ. -ια, μέσω ενός τ. χρη-ΐα, ο οποίος μαρτυρείται μόνο στον Ησύχ. (πρβλ. χρηΐαπενία), με βράχυνση τού -η- προ φωνήεντος (πρβλ. ἱερήϊον > ἱερέϊον > ἱερεῖον). Η λ. χρεία εμφανίζει ποικιλία σημ.: «χρήση, μεταχείριση», «χρησιμότητα», «ανάγκη, έλλειψη» (από όπου και η σημ. «φτώχεια, ένδεια»), «απασχόληση, έργο, κυρίως στρατιωτική υπηρεσία» (από τη γενική σημ. «εκτελώ, πράττω») και, με εξασθένιση τής σημ. αυτής,«πράξη, υπόθεση», «συναλλαγή, συναναστροφή» (για τις σημ. αυτές βλ. λ. χρή), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και με πιο συγκεκριμένες σημ., όπως λ.χ. στη ρητορική].
Dictionary of Greek. 2013.